ΙΣΤΟΡΙΚΟ

1858

Το Κτηματολόγιο της Κύπρου ιδρύθηκε το έτος 1858, δηλαδή 20 χρόνια πριν από το τερματισμό της Τούρκικης κατοχής στη Κύπρο και θεωρείται το αρχαιότερο Τμήμα στη Κρατική Υπηρεσία. Οι τότε σκοποί και επιδιώξεις του Κτηματολογίου ήταν η διευθέτηση όλων των θεμάτων που σχετίζονταν με την ακίνητη ιδιοκτησία και ταυτόχρονα την εγγραφή και έκδοση τίτλων, αναφορικά με τη σχετική ακίνητη ιδιοκτησία, στα ονόματα των δικαιούχων. Η αρχαία πόλη του Ιδαλίου περιθάλπει τους τραυματίες της μετά τη μάχη με τους Μήδους που την πολιορκούσαν. Μαζί με το Βασιλιά και τους κατοίκους της και ο γιατρός Ονάσιλος και τα αδέλφια του, που κλήθηκαν να βοηθήσουν. Τελείωσαν το έργο τους και σαν αμοιβή, ο Βασιλιάς και η πόλη χαρίζουν σ’ αυτούς χωράφια και περιβόλια, από τα χωράφια και τα περιβόλια τους, ένα από τα οποία βρισκόταν κοντά στα κτήματα της Ιέρειας Αθηνάς, για να τα καρπούνται και αυτοί και τα παιδιά τους και να μην πληρώνουν φόρους στα έσοδα από τα γεννήματα των χωραφιών. Ταυτόχρονα, τίθενται προστατευτικοί κανόνες και ρήτρες, σε περίπτωση που οποιοσδήποτε διώξει τον Ονάσιλο, ή τα αδέλφια του, ή τα παιδιά του, από γη που τους δόθηκε.

Αυτά και πολλά άλλα, μαρτυρεί μια πινακίδα που βρέθηκε στο αρχαίο Ιδάλιο και που ανάγεται σε εκείνη την εποχή. Από το περιεχόμενο αυτής της πινακίδας εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν:

(α) Ατομική ιδιοκτησία
(β) Ιδιοκτησία του Βασιλιά (κάτι το ίδιο με τη σημερινή Κρατική Ιδιοκτησία)
(γ) Ιδιοκτησία της Πόλης (Κοινοτική Ιδιοκτησία)
(δ) Εκκλησιαστική Ιδιοκτησία
(ε) Κληρονομική διαδοχή
(στ.) Φορολογία των εισοδημάτων από τη γη
(η) Προστασία του τίτλου ιδιοκτησίας με εγγυητές το Βασιλιά, την πόλη, και την Ιέρεια προστάτιδα της πόλης Αθηνά, και με ποινικές ρήτρες σε όποιο διώξει από τα χωράφια αυτά, τον Ονάσιλο, τα αδέλφια του ή και τα παιδιά του.

Η πινακίδα που βρέθηκε στο αρχαίο Ιδάλιο χρησιμοποιήθηκε και σήμερα, ως η βάση για το σχεδιασμό του εμβλήματος της ιστοσελίδας του Τμήματος.
Σταθμός στην Ιστορία του Κτηματολογίου θεωρείται το έτος 1858, (21.4.1858), όταν επίσημα πλέον σαν θεσμός, αρχίζει να λειτουργεί το Κτηματολόγιο. Αυτή την ημερομηνία τίθεται σε εφαρμογή ο Οθωμανικός Κώδικας περί Γαιών. Σ’ αυτόν καθορίζονται με σαφήνεια, οι τρόποι κτήσης, η άσκηση και η παραγραφή δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία, και ρυθμίζεται η κληρονομική διαδοχή. Ο Νόμος αυτός συμπληρωνόταν σε πολλές διατάξεις από τις διατάξεις του τότε Αστικού Κώδικα, γνωστού ως «Μετζιελλέ», ο οποίος τροποποίησε σε μεγάλο βαθμό τις ρυθμίσεις του Ιερού Νόμου. Αυτοί οι δύο Νόμοι συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι και το 1946, όταν καταργήθηκαν με τον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, εγγραφή και Εκτίμησης) Νόμο, Κεφ. 224.

Στα πρώτα του χρόνια το Κτηματολόγιο ασχολήθηκε κυρίως με την καταγραφή της γης που είχε παραχωρηθεί στους πολίτες για χρήση, καθώς και με την καταχώρηση των μεταβιβάσεων. Τότε δημιουργούνται και τα πρώτα μητρώα, και εκδίδονται οι πρώτοι τίτλοι, ενώ συνεχίζουν να υπάρχουν τα Αυτοκρατορικά Διατάγματα Φιρμάνια, με τα οποία παραχωρήθηκε αρκετή γη σε πολλούς. Με τους Νόμους που υπάρχουν, η γη αποτελείται από δύο συστατικά, το σώμα (corpus) του ακινήτου και το δικαίωμα κατοχής και εκμετάλλευσης (right of possession). Τα ακίνητα διαιρούνται σε κατηγορίες ανάλογα με το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του σώματος (corpus).

Στην πλειονότητα τους τα ακίνητα ανήκουν στην κατηγορία «ARAZI MIRIE», όπου το “corpus” του ακινήτου ανήκε στο Σουλτάνο και το δικαίωμα κατοχής παραχωρείται σε συγκεκριμένο άτομο, με πρόνοιες για απώλεια του δικαιώματος αν δεν υπάρχει κατοχή για μερικά χρόνια.

Άλλες κατηγορίες γης είναι:

MULK: Όπου το «corpus» και το δικαίωμα κατοχής έχει το ίδιο πρόσωπο.
VAKF: Θρησκευτική περιουσία των Μουσουλμανικών αφιερωμένη στο Θεό.
ARAZI METROUKE: Δρόμοι, Παραλίες, Κοινοτική ιδιοκτησία.
ARAZI MEVAT: Κρατική ιδιοκτησία (Ιδιοκτησία χωρίς κατόχους)

1860

Το 1860 θεσπίζεται η πρώτη Νομοθεσία με σκοπό την εκτίμηση και εγγραφή των ακινήτων, γίνεται καταμέτρηση με πρόχειρους τρόπους, όπως π.χ. μέτρηση με κάποιο σχοινί, και όλες οι περιουσίες καταχωρούνται σε κάποια μητρώα χωρίς ημερομηνία, ενώ για να πάρει κάποιος τον τίτλο του έπρεπε να καταβάλει κάποιο τέλος εγγραφής. Οι τίτλοι που εκδίδοντο ήταν τόσο ασαφείς στην περιγραφή τους, που είναι αδύνατο σήμερα τέτοιοι τίτλοι να συσχετιστούν με συγκεκριμένα τεμάχια γης στο έδαφος. Στο Κτηματολόγιο της τότε εποχής τηρούνται διάφορα βιβλία, όπως: (α) The Book – Page Register
(β) The Yoklama Register(γ) The Arazi Tedkik Yoklama Register(δ) The Emlak Yoklama Register(ε) The Daime Register (in Separate Volumes)(στ) The Evkaf Register Η χρήση των πιο πάνω βιβλίων ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχαν ευρετήρια σ’ αυτά και πολλές φορές, το ίδιο κτήμα ήταν καταχωρημένο σε διαφορετικά πρόσωπα, γιατί σε κάθε μεταβίβαση η παλιά καταχώρηση δε μεταφερόταν στην καινούργια.

1878

Στις 4.6.1878, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η Κύπρος εκχωρείται στους Άγγλους και το Κτηματολόγιο αρχίζει να αναμορφώνεται σε θέματα χωρομέτρησης, χαρτογράφησης, εγγραφής και εκτιμήσης της ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι Άγγλοι διατήρησαν το προηγούμενο νομικό καθεστώς όσον αφορά τις κατηγορίες γης και το σύστημα εγγραφής στο Κτηματολόγιο, αλλά πολύ νωρίς άρχισαν την χαρτογράφηση και την χωρομέτρηση της Κύπρου. Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω, η Βρετανική Κυβέρνηση είχε προβεί στο διορισμό του τότε υπολοχαγού του Βρετανικού στρατού Χέρπερτ Χοράτιο Κίτσιενερ, (αργότερα στρατάρχη Λόρδου Κίτσιενερ του Χαρτούμ), σαν υπεύθυνου του σοβαρού έργου της χωρομέτρησης και χαρτογράφησης της Κύπρου. Επειδή είχε επιτελέσει άριστη εργασία αναφορικά με τη χαρτογράφηση της Παλαιστίνης, είχε επιλεγεί για να εκτελέσει και παρόμοια εργασία στη Κύπρο. Ο Κίτσιενερ έφθασε στην Κύπρο το έτος 1878, με μια μικρή ομάδα απο συνεργάτες και άρχισε το έργο του χωρίς καμία καθυστέρηση. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι, μέχρι την εποχή εκείνη, η Κύπρος δεν είχε επιστημονικά χαρτογραφηθεί. Ο Κίτσιενερ άρχισε την χαρτογράφηση, χρησιμοποιώντας μεθόδους μέγιστης ακρίβειας, για τη τότε εποχή, δηλαδή τη μέθοδο του τριγωνισμού με βάση το Θεοδόχιλο, για να προσδιορίσει σταθερά τριγωνομετρικά σημεία στο έδαφος. Οι συντεταγμένες των τριγωνομετρικών αυτών σημείων καθορίστηκαν με πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς και οι γεωγραφικές των θέσεις τοποθετήθηκαν πάνω σε χάρτη, θέτοντας έτσι τις βάσεις μιας επιστημονικής και ακριβούς χαρτογραφήσεως.

1882

Το 1882 εκτυπώνεται ο πρώτος Χάρτης της Κύπρου, ο οποίος έγινε με την μέθοδο του τριγωνισμού και με την χρήση 60 διαφορετικών σημείων. Ο χάρτης της Κύπρου τον οποίο κατόρθωσε να ετοιμάσει ο Κίτσιενερ, αποτελεί πράγματι ένα αξιόλογο επίτευγμα της εποχής εκείνης, λαμβάνοντας υπόψη, τόσο τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, όσο και το μικρό χρονικό διάστημα που διέθεσε για τη συμπλήρωση του έργου. Το 1882 ο Υπολοχαγός Grand αναλαμβάνει το Κτηματολόγιο και λίγα χρόνια μετά είναι έτοιμα τα πρώτα σχέδια σε αρκετές περιοχές της επαρχίας Λευκωσίας. Τα σχέδια είναι σε κλίμακα 4 ίντζες το μίλι για τις πεδινές περιοχές και 2 ίντζες το μίλι για τις ορεινές περιοχές. Σ’ αυτά τα σχέδια βασίζεται η πρώτη γενική εγγραφή και εκτίμηση. Στα σχέδια δεν φαίνονται τα όρια των τεμαχίων αλλά μόνο τα όρια των συμπλεγμάτων, στα οποία διαχωρίστηκε η γη κάθε κοινότητας. Το κάθε τεμάχιο περιγράφεται σε ξεχωριστή σελίδα κάποιου μητρώου (Field Book), με πλήρη αναφορά στην έκταση, το είδος ακινήτου, την τοποθεσία, την αξία, τα σύνορα (με αναφορά στα ονόματα των ιδιοκτητών των συνορευόντων τεμαχίων ή τα φυσικά σύνορα του εδάφους), το μερίδιο και το όνομα του ιδιοκτήτη και το τρόπο θεμελίωσης της ιδιοκτησίας στο όνομα του ιδιοκτήτη. Ένας κατάλογος ακινήτων, με αναφορά στο σύμπλεγμα (Block), τον αριθμό τεμαχίων (Holding), την τοποθεσία, την έκταση, το μερίδιο και το όνομα του ιδιοκτήτη, δόθηκε στον Κοινοτάρχη κάθε χωριού. Αυτός ο κατάλογος είναι γνωστός στις Κοινότητες, όσοι βέβαια τον έχουν, ως “Πρωτομάνα”. Τέτοια καταγραφή έγινε μόνο για μερικές περιοχές της Λευκωσίας και για τα χωριά Αθηένου και Πετροφάνι της επαρχίας Λάρνακας, τα οποία διοικητικά, ανήκαν στην επαρχία Λευκωσίας και το 1927 μεταφέρθηκαν στα διοικητικά όρια της επαρχίας Λάρνακας. Οι Άγγλοι από νωρίς είχαν θεσμοθετήσει την δυνατότητα διεξαγωγής χωρομετρίας. Σχετικός είναι ο Νόμος με αριθμό 5 του 1880, βάσει του οποίου άρχισε περί το έτος 1904, η γενική χωρομετρία και η ετοιμασία των σχεδίων που έχουμε σήμερα. Λόγω των πολλών μητρώων που υπήρχαν στο Κτηματολόγιο, της γλώσσας στην οποία ήταν γραμμένα αυτά τα μητρώα, της ασάφειας των πληροφοριών που υπήρχαν σ’ αυτά και της αδυναμίας να προσδιοριστούν τα ακίνητα συγκεκριμένου ανθρώπου, αποφασίστηκε το 1890, όπως όλες αυτές οι πληροφορίες μεταφερθούν σε ένα νέο μητρώο εγγραφής, χωριστό για κάθε κοινότητα και ταυτόχρονα να ετοιμαστεί συγκεντρωτικός κατάλογος με όλα τα ακίνητα του κάθε προσώπου, σε κάθε κοινότητα. Έτσι, όλες οι πληροφορίες που υπήρχαν στα παλιά μητρώα, μεταφράστηκαν στα αγγλικά και ετοιμάστηκαν τα Μητρώα Εγγραφής, “Land Registers” και τα “Tapu Hulassas”, που έχουμε σήμερα και χρησιμοποιούνται ακόμα για τις περιοχές της σποραδικής εγγραφής σε όλη την Κύπρο. Η ενημέρωση των “Tapu Hulassas” σταμάτησε πολύ αργότερα, περί τα έτη 1941 – 1945.

1893

Η μεγάλη αλλαγή στο Κτηματολογικό μας Σύστημα συνέβη το 1893, όταν ο τότε Διευθυντής διέταξε όπως όλοι οι νέοι τίτλοι θα εκδίδονται μετά από επιτόπια εξέταση και ετοιμασία σχετικού σχεδιαγράμματος. Αυτή ήταν η αρχή της χρησιμοποίησης δύο στοιχείων για τον καθορισμό ενός ακινήτου, του τίτλου και του σχεδιαγράμματος. Με αυτόν τον τρόπο ήταν σχετικά δυνατός ο προσδιορισμός ενός ακινήτου στο έδαφος. Όμως, ήταν αδύνατος ο ακριβής καθορισμός των συνόρων κάθε τεμαχίου γης. Για να γίνει αυτό έπρεπε να υπάρχει σχέδιο.

1904

Γι’ αυτό οι Άγγλοι, το 1904, θέτοντας σε εφαρμογή τον Νόμο 5 του 1880, άρχισαν την Χωρομέτρηση της Κύπρου με απώτερο σκοπό την εγγραφή όλων των ακινήτων και την εκτίμηση τους, για την επιβολή φόρου στα ακίνητα πάνω σε οργανωμένη πλέον βάση. Το 1907 θεσμοθετείται το πλαίσιο για τη γενική εγγραφή και εκτίμηση, ο Νόμος με αριθμό 12 του 1907, η εφαρμογή του οποίου αρχίζει το 1909. Το αναπτυξιακό αυτό πρόγραμμα, πρωτοποριακό για την εποχή του και καθοριστικό για την μετέπειτα πορεία των πραγμάτων στην Κύπρο, τελείωσε το 1929, αφού πέρασε μέσα από διάφορα εμπόδια όσον αφορά τον τρόπο και τις μεθόδους χωρομετρίας. Χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι της “αλυσομέτρησης” και της “μετροτράπεζας” και ετοιμάστηκαν σχέδια σε κλίμακες 1:500, 1:1000, 1:1250 και 1:2500 για χωρομετρήσεις με την μέθοδο της αλυσομέτρησης, ενώ για τη χωρομετρία με τη μέθοδο της μετροτράπεζας χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα 1:5000. Η γενική εκτίμηση έγινε από εκτιμητές που επισκέφθηκαν τα ακίνητα, ενώ η εγγραφή των ακινήτων, αν και άρχισε από τότε, δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη. Το θέμα της εγγραφής των ακινήτων είναι ίσως το πιο περίπλοκο, γιατί πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι προηγούμενες εγγραφές που υπήρχαν, αλλά και να εξακριβωθεί ποιό είναι το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης για κάθε συγκεκριμένο ακίνητο. Με την συμπλήρωση της γενικής χωρομετρίας και εκτίμησης δημιουργήθηκαν νέα μητρώα στο Τμήμα, τα κυριότερα των οποίων ήταν ο Κατάλογος Εκτίμησης (Τύπος Ν.115) αυτό που ήταν γνωστό στην ύπαιθρο ως “δευτερομάνα” και το Μητρώο Φόρων (Τύπος Ν.116), το οποίο ενημερωνόταν συνεχώς με όλες τις αλλαγές και από τα στοιχεία του οποίου ετοιμάζονταν, κάθε χρόνο, οι φορολογικοί κατάλογοι, κάθε Δήμου ή Κοινότητας. Ταυτόχρονα, τέθηκε σε ισχύ νέος τύπος μητρώου εγγραφής, με αναφορά στα στοιχεία της γενικής χωρομετρίας, δηλαδή στο φύλλο / σχέδιο, το τμήμα και το τεμάχιο. Παρ’ όλα όμως τα πλεονεκτήματα της γενικής χωρομετρίας και εκτίμησης, το θεσμικό πλαίσιο που ρύθμιζε τα θέματα Διακατοχής και Κληρονομικής Διαδοχής της γης, παρέμεινε να ρυθμίζεται από τον Οθωμανικό Κώδικα περί Γαιών και τον Αστικό Κώδικα “Μετζιελλέ”, καθώς και με τους Νόμους που ρύθμιζαν τα Βακούφικα. Το σχεδιάγραμμα που υιοθετήθηκε το 1893 όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, για τον καθορισμό ενός ακινήτου μαζί με το τίτλο ιδιοκτησίας του, αντικαταστάθηκε μετά τη γενική χωρομετρία με σχέδιο, το οποίο υπό τις νέες συνθήκες, πρόσφερε πάρα πολλά. Το σχέδιο πρόσφερε την δυνατότητα καθορισμού κάθε ακινήτου στο έδαφος, την δυνατότητα καλύτερου υπολογισμού του εμβαδού, την δυνατότητα προγραμματισμού κάθε μορφής ανάπτυξης, αφού και μέχρι σήμερα αυτά τα σχέδια χρησιμοποιούνται για την ετοιμασία όλων των αναπτυξιακών προγραμμάτων. Η γενική χωρομετρία και εκτίμηση είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστωθεί, να καθοριστεί, να καταγραφεί και να προστατευθεί, όχι μόνο η ατομική ιδιοκτησία και η κοινοτική, αλλά και η κρατική ιδιοκτησία, κάτι που σε πολλές σύγχρονες χώρες του κόσμου δεν έχει καταστεί εφικτό.

1945

Εξήντα και πλέον χρόνια μετά την κάθοδο των Άγγλων, οι συνθήκες αναφορικά με τα θέματα ακίνητης ιδιοκτησίας είχαν αλλάξει τόσο, ώστε επέβαλαν την ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας που ρύθμιζε την εγγραφή, την διακατοχή, την κληρονομική διαδοχή και την χρήση γης. Γι’ αυτό, το 1945 θεσμοθετήθηκε μια νέα Νομοθεσία, ο Νόμος 26/45, με επαναστατικές ρυθμίσεις και περιορισμούς σε όλα σχεδόν τα θέματα διακατοχής της γης. Λόγω των πολλών μητρώων που υπήρχαν στο Κτηματολόγιο, της γλώσσας στην οποία ήταν γραμμένα αυτά τα μητρώα, της ασάφειας των πληροφοριών που υπήρχαν σ’ αυτά και της αδυναμίας να προσδιοριστούν τα ακίνητα συγκεκριμένου ανθρώπου, αποφασίστηκε το 1890, όπως όλες αυτές οι πληροφορίες μεταφερθούν σε ένα νέο μητρώο εγγραφής, χωριστό για κάθε κοινότητα και ταυτόχρονα να ετοιμαστεί συγκεντρωτικός κατάλογος με όλα τα ακίνητα του κάθε προσώπου, σε κάθε κοινότητα. Έτσι, όλες οι πληροφορίες που υπήρχαν στα παλιά μητρώα, μεταφράστηκαν στα αγγλικά και ετοιμάστηκαν τα Μητρώα Εγγραφής, “Land Registers” και τα “Tapu Hulassas”, που έχουμε σήμερα και χρησιμοποιούνται ακόμα για τις περιοχές της σποραδικής εγγραφής σε όλη την Κύπρο. Η ενημέρωση των “Tapu Hulassas” σταμάτησε πολύ αργότερα, περί τα έτη 1941 – 1945.

1946

Ο Νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ την 1.9.1946. Αυτή την ημερομηνία, τέθηκαν σε ισχύ και άλλοι Νόμοι, οι οποίοι ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την ακίνητη ιδιοκτησία, όπως ο Νόμος που ρυθμίζει την Κληρονομική Διαδοχή, Κεφ. 195, ο περί Οδών και Οικοδομών Νόμος, Κεφ. 96, και άλλοι.
Με την νέα Νομοθεσία, η οποία χαρακτηρίστηκε επαναστατική για την εποχή της, καταργήθηκαν οι κατηγορίες γης που θεσμοθετήθηκαν με τον Οθωμανικό Κώδικα περί Γαιών, με εξαίρεση τη Βακούφικη περιουσία, περιορίστηκε ο θεσμός της χρησικτησίας, προστατεύτηκε απόλυτα ο εγγεγραμμένος κύριος κάθε ακινήτου, προστατεύτηκε η Κρατική και η Κοινοτική ιδιοκτησία, ρυθμίστηκαν έστω και με πολλές ελλείψεις τα προβλήματα της οριζόντιας ιδιοκτησίας, τέθηκαν φραγμοί στον κατατεμαχισμό της γης, υιοθετήθηκαν μέτρα για βελτίωση της διακατοχής της εξάλειψης της πολλαπλής και δυαδικής ιδιοκτησίας, καθιερώθηκε τρόπος επίλυσης συνοριακών διαφορών με “οιωνεί” δικαστικές εξουσίες στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου, να αποφασίζει για θέματα συνοριακών διαφορών και άλλα. Και σ’ αυτό το Νόμο, διατηρήθηκαν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ακίνητο, δηλαδή το σχέδιο και ο τίτλος, και καθορίστηκε ρητά, ότι η έκταση γης που δικαιούται ο κάτοχος ενός τίτλου, του οποίου ο τίτλος βασίζεται σε σχέδιο που ετοίμασε ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, είναι η έκταση των τεμαχίων που φαίνονται στο σχέδιο. Ενισχύθηκε δηλαδή, η νομική προστασία της ιδιοκτησίας, αφήνοντας ανοικτό το θέμα της έκτασης που δικαιούται ο κάτοχος του τίτλου που δεν βασίζεται σε σχέδιο για να ρυθμιστεί, εκεί που υπάρχει διαφωνία, με δικαστικές διαδικασίες. Με τον ίδιο Νόμο καθορίστηκαν οι διαδικασίες εγγραφής και γενικής εγγραφής των ακινήτων, καθώς και οι διαδικασίες γενικής εκτίμησης και επανεκτίμησης. Παράλληλα, κατοχυρώθηκε το δικαίωμα των πολιτών για δικαστική προστασία των συμφερόντων τους εναντίον οποιασδήποτε απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος. Ο επαναστατικός αυτός Νόμος επηρέασε την δομή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, το οποίο, τουλάχιστον μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, προσαρμόστηκε λειτουργικά με την θεματολογία του Νόμου αυτού.
Ιστορικό Αρχαίας Πλάκας Ιδαλίου – 1ο Τέταρτο του 5ου Αιώνα π.χ.
Η αρχή και η εξέλιξη του Κτηματολογίου απο το 1858 μέχρι την 1.9.1946.